τυφώνας

τυφώνας
Όρος με τον οποίο αναφέρεται ο τροπικός κυκλώνας, που σχηματίζεται στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό και προπάντων στην Κινεζική θάλασσα. Ο όρος προέρχεται από την κινεζική λέξη ταϊφούνγκ. Οι τ. σχηματίζονται συνήθως μεταξύ του φθινοπώρου και της άνοιξης, με την αλλαγή κατεύθυνσης των μουσώνων, με χειμαρρώδεις βροχές, ή σιφώνες, που συνήθως βρίσκονται στο κέντρο (οφθαλμός του τ.) και, τέλος, τεράστια κύματα που μπορούν να φτάσουν έως τις ακτές. Οι τ. προκαλούν μεγάλες καταστροφές και συχνά, έχουν πολυάριθμα θύματα. Εικόνα καταστροφής μετά το πέρασμα τυφώνα από τη Νότια Κορέα (φωτ. ΑΠΕ). Τυφώνας: φωτογραφία από δορυφόρο της ΝΑΣΑ καταγράφει την κίνηση τυφώνα από τον Ειρηνικό Ωκεανό προς την Ιαπωνία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο / τυφῶν, -ῶνος, ΝΑ, και τυφώς, -ῶ, Α
σίφωνας, κυκλώνας, θύελλα, ανεμοστρόβιλος, λαίλαπα
νεοελλ.
(ειδικά) (μετεωρ.)
τροπικός κυκλώνας, βίαιος στρόβιλος αέρα που καλύπτει κατά τη μετακίνησή του εκτεταμένες σχετικά περιοχές και εμφανίζει μεγάλη συχνότητα πάνω από τα δυτικά τμήματα τού Ειρηνικού και τού Ατλαντικού, τον Ινδικό Ωκεανό, την Καραϊβική και τον Κόλπο τού Μεξικού, προξενώντας μεγάλες καταστροφές
αρχ.
1. αστρον. α) είδος κομήτη
β) ο αστερισμός τής Μεγάλης Άρκτου ή μέρος τού αστερισμού αυτού
2. περηφάνια, αλαζονεία
3. (σε μαγική φράση, σε ξόρκι) γάιδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφώνας — ο φοβερή λαίλαπα, θύελλα με ανεμοστρόβιλο, κυκλώνας, σίφουνας που προκαλεί τρομερές καταστροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τυφῶνας — Τῡφῶνας , Τυφῶν Typhoëus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… …   Dictionary of Greek

  • Ινς, Τόμας Χάρπερ — (Thomas Harper Ince, Νιούπορτ 1882 – Λος Άντζελες 1924). Αμερικανός παραγωγός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ύστερα από 15ετή θεατρική δραστηριότητα, εμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1910, αρχικά ως ηθοποιός και ύστερα ως σκηνοθέτης.… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ, Τζόζεφ — (Josef Conrad, Μπερνκστζέβ, Ουκρανία 1857 – Μπίσοπσμπουρν, Κεντ 1924). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα, πολωνικής καταγωγής, Τζόζεφ Τεοντόρ Κόνραντ Νάλετς Κορζενιόφσκι (Jozef Teodor Konrad Naleη Korzeniowski). Ήταν γιος διανοουμένου, ο …   Dictionary of Greek

  • Τυφωεύς — έως και επικ. τ. έος, και Τυφώς, ῶ, ὁ, Α ο Τυφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνειο από την περιοχή τής Μικράς Ασίας. Ο τ. Τυφω εύς αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή με επίθημα εύς τού τ. Τυφώς. Η σύνδεση τών τ. με την …   Dictionary of Greek

  • ανεμόσυρις — ἀνεμόσυρις ( ιδος κ. εως), η (Α) 1. δίνη ανέμου, τυφώνας 2. είδος βεντάλιας …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κατάρης — και κατώρης, ὁ (Α) φρ. «κατάρης ἄνεμος» ο άνεμος που φυσάει ορμητικά προς τα κάτω, ο τυφώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού κατώρης*] …   Dictionary of Greek

  • σίφουνας — ο, Ν 1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”